ὀλόψαι — ὀλόπτω pluck out aor inf act ὀλόψαῑ , ὀλόπτω pluck out aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλόπτειν — ὀλόπτω pluck out pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλόψατο — ὀλόπτω pluck out aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλόψατο — ὀλόπτω pluck out aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤλοψας — ὀλόπτω pluck out aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤλοψε — ὀλόπτω pluck out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤλοψεν — ὀλόπτω pluck out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολούφω — ὀλούφω (Α) ὀλόπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρ. ὀλόπτω δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ὀλούφω πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *leubh «ξεφλουδίζω, αποσπώ, γυμνώνω» και να συνδεθεί με λατ … Dictionary of Greek
Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… … Dictionary of Greek
παρώλοφα — παρά ὀλόπτω pluck out perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)